- αλαμπουρνέζικα
- baragouin
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αλαμπουρνέζικα — τα ακατανόητα, αλλόκοτα, ακατάληπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης προέλευσης. Κατά τον Φαιδ. Κουκουλέ, η λ. προέρχεται από τη φράση αλά Μπουρνέζικα, «στα Μπουρνέζικα, δηλ. στη γλώσσα τής Σουδανικής φυλής Μπουρνού» απ’ όπου και η σημασία «αλλόκοτα,… … Dictionary of Greek
αλαμπουρνέζικος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.) 1. αυτός που λέγεται σε γλώσσα ακατανόητη: Αυτά που λες είναι αλαμπουρνέζικα. 2. αλλόκοτος, παράδοξος: Φορούσε κάτι ρούχα αλαμπουρνέζικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Gobbledygook — or gobbledegook (sometimes shortened to gobbledegoo, gobbledeegook [ [http://www.urbandictionary.com/define.php?term=gobbledeegook gobbledeegook] at urbandictionary.com] or other forms [ [http://uktsupport.ipbhost.com/index.php?showtopic=10342… … Wikipedia
αλαμπουρνέζικος — η, ο [αλαμπουρνέζικα] αυτός που λέγεται σε ακατάληπτη γλώσσα, ασυνάρτητος, ακατανόητος … Dictionary of Greek